πολύμεσος

πολύμεσος
πολύ-μεσος, ον,
A having several means, of contraries, Olymp. in Cat.137.31, Elias in Cat.243.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύμεσος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που έχει πολλές μέσες έννοιες αρχ. (για επιφάνεια) αυτός που έχει πολλά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέσον (πρβλ. ά μεσος, παρά μεσος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύμεσα — πολύμεσος having several means neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”